- καταθύμιος
- καταθύ̱μιος , καταθύμιοςin the mindmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταθύμιος — α, ο (AM καταθύμιος, ία, ιον) αυτός που είναι σύμφωνος με την επιθυμία κάποιου, επιθυμητός, ευχάριστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταθύμιον η επιθυμία αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στον νου, στους στοχασμούς κάποιου 2. αυτός που μπαίνει στην καρδιά… … Dictionary of Greek
καταθυμία — καταθῡμίᾱ , καταθύμιος in the mind fem nom/voc/acc dual καταθῡμίᾱ , καταθύμιος in the mind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθυμίας — καταθῡμίᾱς , καταθύμιος in the mind fem acc pl καταθῡμίᾱς , καταθύμιος in the mind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθυμίων — καταθῡμίων , καταθύμιος in the mind fem gen pl καταθῡμίων , καταθύμιος in the mind masc/neut gen pl καταθυμέω to be cast down pres part act masc nom sg (doric) καταθῡμίων , καταθυμέω to be cast down pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθυμίως — καταθῡμίως , καταθύμιος in the mind adverbial καταθῡμίως , καταθύμιος in the mind masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθύμιον — καταθύ̱μιον , καταθύμιος in the mind masc acc sg καταθύ̱μιον , καταθύμιος in the mind neut nom/voc/acc sg κατᾱθύ̱μιον , καταθυμέω to be cast down imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατᾱθύ̱μιον , καταθυμέω to be cast down imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταθύμιος — ἀκαταθύμιος, ον (AM) [καταθύμιος] όποιος δεν γίνεται σύμφωνα με την επιθυμία μας, ο δυσάρεστος … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
προσθύμιος — ον, Α ευάρεστος, καταθύμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα θύμιος] … Dictionary of Greek
καταθυμίαν — καταθῡμίᾱν , καταθύμιος in the mind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)